φανταστικῶν

φανταστικῶν
φανταστικός
one who makes a parade
fem gen pl
φανταστικός
one who makes a parade
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • θρύλος — Λέξη που αρχικά σήμαινε τον θόρυβο πολλών φωνών, ομιλιών και στην συνέχεια το γεγονός για το οποίο μιλούν όλοι. Στη νεότερη έννοια του ο θ. σημαίνει τη διήγηση σχετικά με τη ζωή ενός αγίου, μάρτυρα ή ήρωα, η οποία συχνά έχει παραποιηθεί από τη… …   Dictionary of Greek

  • φαντασμαγορία — η, Ν 1. η τέχνη τής δημιουργίας φανταστικών παραστάσεων με οπτικά τεχνάσματα 2. θεατρικό έργο όπου κυριαρχεί το φανταστικό στοιχείο 3. μτφ. καθετί το εξαιρετικά ωραίο ή το εντυπωσιακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. fantasmagorie με αρχική… …   Dictionary of Greek

  • Ένσορ, Τζέιμς Σίντνεϊ — (James Sidney Ensor, Οστάνδη 1860 – 1949). Βέλγος ζωγράφος, χαράκτης, μουσικός και συγγραφέας. Έζησε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του στην Οστάνδη, εκτός από το διάστημα των σπουδών του στην Ακαδημία των Βρυξελλών (1877 81). Το 1833 ίδρυσε μαζί με …   Dictionary of Greek

  • Μιρό, Χουάν — (Joan Miro, Βαρκελώνη 1893 – Πάλμα 1983). Ισπανός ζωγράφος. Από την επαφή του με τη ζωγραφική των φοβιστών και των κυβιστών άντλησε πολύτιμα διδάγματα για την αυτονομία του χρώματος και για την οργάνωση του χώρου. Συγγενέστερα με την… …   Dictionary of Greek

  • ήσκιος — ο 1. η σκιά, το σκοτεινό είδωλο αδιαφανούς σώματος το οποίο σχηματίζεται στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια σε αντίθετη διεύθυνση από αυτήν που φωτίζεται 2. συνεκδ. ο σκιαζόμενος τόπος, το ήσκιωμα 3. μτφ. είδωλο φανταστικών πραγμάτων που δεν έχουν… …   Dictionary of Greek

  • γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… …   Dictionary of Greek

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”